πολύμετρος

πολύμετρος
-ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων
2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ-μετρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύμετρον — πολύμετρος of many measures masc/fem acc sg πολύμετρος of many measures neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμέτρους — πολύμετρος of many measures masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”